κατασταλάζω — κατασταλάζω, καταστάλαξα, κατασταλαγμένος βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατασταλάζω — (Μ κατασταλάζω) νεοελλ. 1. κατακάθομαι, κατεβαίνω στον πυθμένα 2. γίνομαι διαυγής, λαγαρίζω, ξαστερώνω 3. καταλήγω («χωρίς να κατασταλάξει το ξεφάντωμα στην κουβέντα και στο τραγούδι», Παλαμ.) μσν. πέφτω κατά σταγόνες … Dictionary of Greek
ακαταστάλακτος — η, ο και ακαταστάλαχτος [κατασταλάζω] 1. αυτός που δεν έχει κατασταλάξει, ο θολός 2. όποιος δεν έχει καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις ή συμπεράσματα, ο δισταχτικός 3. ο πνευματικά ή ηθικά ανώριμος … Dictionary of Greek
αποκατασταλάζω — 1. (για θολά υγρά) κατασταλάζω, γίνομαι διαυγής 2. καταπαύω, σταματώ κάτι 3. εγκαθίσταμαι οριστικά κάπου ύστερα από πολλές περιπέτειες … Dictionary of Greek
καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
κατακάθομαι — και κατακάθημαι και κατακάθουμαι 1. κατέρχομαι λόγω τού βάρους μου προς τα κάτω και παραμένω εκεί, κάθομαι στον πάτο, στον βυθό 2. (για έδαφος, κτίσματα κ.λπ.) καθιζάνω, υποχωρώ υπό το βάρος μου, κατακαθίζω, βουλιάζω 3. (για υγρά) κατασταλάζω 4.… … Dictionary of Greek
καταστάλαγμα — το [κατασταλάζω] 1. το προϊόν τής απόσταξης, το κατακάθισμα, το ίζημα 2. η απόσταξη, το στράγγισμα 3. το ξαστέρωμα, το λαμπικάρισμα 4. έκβαση, αποτέλεσμα, αποκρυστάλλωμα … Dictionary of Greek
κατασταλαγμός — ο [κατασταλάζω] το καταστάλαγμα* … Dictionary of Greek
κατασταλακτός — και κατασταλαχτός, ή, ό [κατασταλάζω] 1. διαυγής, λαγαρός, λαμπικαρισμένος 2. το θηλ. ως ουσ. η κατασταλαχτή σταχτόνερο, αλισίβα … Dictionary of Greek
κατασταλαξιά — η [κατασταλάζω] καταστάλαγμα* … Dictionary of Greek